- λαγαρίττεται
- λαγαρίττεται· μετριεύεται, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγαρίττεται — λαγαρίσσεται , λαγαρίζομαι getting a poor living aor subj mp 3rd sg (epic) λαγαρίσσεται , λαγαρίζομαι getting a poor living fut ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)